- κορωνοβόλος
- κορωνοβόλος, -ον (Α)το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλονσφεντόνα ή τόξο για κουρούνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, κεραυνο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.